- ανεπόπτευτος
- -η, -ο (Α ἀνεπόπτευτος, -ον)νεοελλ.εκείνος στον οποίο δεν ασκείται εποπτείααρχ.αυτός ο οποίος δεν έγινε δεκτός ανάμεσα στους επόπτες, τους μύστες των Ελευσίνιων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνεπόπτευτος — not admitted among the masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπόπτευτον — ἀνεπόπτευτος not admitted among the masc/fem acc sg ἀνεπόπτευτος not admitted among the neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισχοινίζω — ΝΑ 1. περιδένω, δένω ολόγυρα με σχοινί 2. περιβάλλω, περικλείω, περιφράσσω κάτι με σχοινί αρχ. 1. διαχωρίζω κάτι με σχοινί, όπως συνέβαινε στα αθηναϊκά δικαστήρια, όπου οι δικαστές χωρίζονταν από το πλήθος («περισχοινίσαι τὸ δικαστήριον, ὁπότε… … Dictionary of Greek